- σκουτλάριος
- σκουτλ-άριος, ὁ,A maker of scutulae for chequer-work or mosaic flooring, SIG1124 (Pergam., prob. i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκουτλάριος — (I) ὁ, Α κατασκευαστής ψηφιδωτών ή χρωματιστών ψηφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutularius (< λατ. scutula), βλ. λ. σκούτλα]. (II) ὁ, Α ειδικότητα των ξιφομάχων ή κατηγορία ένθερμων οπαδών τών ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «σκυτάλη» (βλ. λ … Dictionary of Greek